- ἔλθοιμεν
- ἔρχομαιiboaor opt act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάτοξυς — κάτοξυς, όξεια, υ (Α) 1. πολύ οξύς 2. (για ήχο) διαπεραστικός («ἔσθ ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», Αριστοφ.) 3. ιατρ. φρ. «κάτοξυ νόσημα» οξύτατη νόσος με βαριά συμπτώματα που επιφέρει, συνήθως, τον θάνατο… … Dictionary of Greek
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek